Πέφνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέφνω — Πέφνος masc nom/voc/acc dual Πέφνος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέφνε — Πέφνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέφνον — Πέφνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέφνου — Πέφνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέφνων — Πέφνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέφνῳ — Πέφνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛАКОНИКА — • Laconica, Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… … Реальный словарь классических древностей
πεφναίος — αία, ον, Α [Πέφνος] αυτός που κατάγεται από την Πέφνη τής Λακωνίας («Πεφναία κύων» η Ελένη τής Σπάρτης) … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek